- ιουρασικός
- -ή, -ό και ιουράσιος, -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οροσειρά Ιούρα ή στους κατοίκους της2. το ουδ. ως ουσ. το ιουρασικόγεωλ. η δεύτερη περίοδος τού μεσοζωικού αιώνα, καθώς και η διάπλαση τών στρωμάτων που αποτελέστηκε κατ' αυτήν την περίοδο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jurassic < Jura (ονομασία οροσειράς) + -ic (πρβλ. -ικός), ενώ το -ss- για ευφωνικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.